Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνουσία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνουσία η [sinusía] Ο25 : η σεξουαλική επαφή του αρσενικού με το θηλυκό, κυρίως για άντρα και γυναίκα: Διακεκομμένη ~, που διακόπτεται πριν εκσπερματίσει ο άντρας.

[λόγ. < αρχ. συνουσία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνουσιάζομαι [sinusiázome] Ρ2.1β : έρχομαι σε σεξουαλική επαφή με κπ. ή με κάποια.

[λόγ. < αρχ. συνουσιάζω μέσο κατά το γαμιέμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες