Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνορεύω [sinorévo] Ρ5.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : για κράτος, περιοχή ή ιδιοκτησία που έχει κοινά σύνορα ή κοινό σύνορο με κτ. άλλο: H Ελλάδα προς βορρά συνορεύει με την Aλβανία. Tα δύο οικόπεδα συνορεύουν.
[σύνορ(ο) -εύω (πρβ. ελνστ. συνορῶ `έχω ίδια όρια΄)]