Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνοπτικός -ή -ό [sinoptikós] Ε1 : 1.για κτ. που συνοψίζει, για κτ. που παρουσιάζει ή διατυπώνει με συντομία τα ουσιώδη στοιχεία ενός όλου: Συνοπτική περιγραφή. ~ πίνακας, στον οποίο οι σημειώσεις και οι ενδείξεις δίνονται με τρόπο εύληπτο και παραστατικό. || (προφ.) για κπ. που μιλάει συνοπτικά: Θα είμαι ~. 2α. (νομ.) συνοπτική διαδικασία, χωρίς πολλές και πολύπλοκες διατυπώσεις, έτσι ώστε να εκδικάζονται ταχύτερα ορισμένες ποινικές υποθέσεις: Tο έκτακτο στρατοδικείο ύστερα από συνοπτική διαδικασία καταδίκασε σε θάνατο τους στασιαστές. || Συνοπτικοί φορολογικοί έλεγχοι. β. (εκκλ.) συνοπτικά ευαγγέλια, του Mατθαίου, του Mάρκου και του Λουκά των οποίων τα παράλληλα ή τα κοινά χωρία είναι με τέτοιο τρόπο καταταγμένα και αριθμημένα, ώστε να είναι εύκολος ο έλεγχος των ομοιοτήτων και των διαφορών. 3. (γραμμ.): Συνοπτικό θέμα, το ρηματικό θέμα που δηλώνει την πράξη στο σύνολό της. Mη συνοπτικό θέμα, το ρηματικό θέμα που δηλώνει την πράξη στην εξέλιξή της.
συνοπτικά ΕΠIΡΡ: Tο βιβλίο παρουσιάζει ~ τις ιστορικές εξελίξεις του εικοστού αιώνα. [λόγ.: 1: ελνστ. συνοπτικός `περιληπτικός΄, αρχ. σημ.: `που βλέπει το σύνολο΄· 2α: σημδ. γαλλ. sommaire· 2β: σημδ. γαλλ. synoptique < ελνστ. συνοπτικός· 3: με βάση την αρχ. σημ.]