Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνομολογώ [sinomoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : συνάπτω συμφωνία, κυρίως για επίσημη γραπτή συμφωνία μεταξύ κρατών ή μεταξύ ιδιωτών, ενώπιον συμβολαιογράφου: Mε το παρόν συμφωνητικό / συμβόλαιο οι συμβαλλόμενοι συνομολογούν τα εξής
Συνομολογήθηκαν τα επόμενα
[λόγ. < αρχ. συνομολογῶ]