Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνοικισμός ο [sinikizmós] Ο17 : I1.αυτοτελές συγκρότημα κατοικιών, οικισμός που δημιουργείται συνήθ. για να καλύψει έκτακτες οικιστικές ανάγκες: Προσφυγικός ~. 2. στην αρχαιότητα, η ενοποίηση μικρών οικισμών σε μία ευρύτερη οικιστική ενότητα, την πόλη. II. (βιολ.) συμβίωση δύο ζώων που ανήκουν σε διαφορετικό είδος.
[λόγ. < ελνστ. συνοικισμός `αποικισμός, ένωση σε μία πόλη΄]