Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνοικία η [sinikía] Ο25 : 1.τμήμα μιας πόλης με σαφή όρια και με ονομασία που συνήθ. συνδέεται με την τοπογραφική ιδιομορφία ή με την ιστορία του· (πρβ. γειτονιά): Kεντρική / απόκεντρη / αριστοκρατική / καλή / λαϊκή ~. H Πλάκα είναι η παλαιότερη αθηναϊκή ~. 2. συνοικία που βρίσκεται έξω από το κέντρο της πόλης: Δρόμοι / καταστήματα του κέντρου και των συνοικιών. || γειτονιά.
[λόγ. < αρχ. συνοικία `κοινότητα, πολυκατοικία΄ (ελνστ. σημ.: `χωριό΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνοικιακός -ή -ό [sinikiakós] Ε1 : 1.που βρίσκεται σε συνοικία2 ή που έχει σχέση με αυτή. ANT κεντρικός: ~ δρόμος / κινηματογράφος. Συνοικιακά καταστήματα. 2. που έχει σχέση με τη συνοικία1, κυρίως ως μονάδα της τοπικής αυτοδιοίκησης: Συνοικιακές επιτροπές. Συνοικιακά συμβούλια.
[λόγ. συνοικί(α) -ακός]