Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνοικέσιο το [sinikésio] Ο40 : η μεσολάβηση που γίνεται για να γνωριστούν ένας άντρας και μία γυναίκα, με σκοπό το γάμο, καθώς και οι συνεννοήσεις, οικονομικής κυρίως φύσεως, ανάμεσα στο μεσολαβητή και στους συγγενείς των μελλονύμφων· προξενιό: Παντρεύτηκαν με ~ και όχι από αίσθημα. Γάμος με / από ~. Πέτυχε / χάλασε το ~. Γραφείο συνοικεσίων.
[λόγ. < ελνστ. συνοικέσιον `γάμος΄]