Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνοδευτικός -ή -ό [sinoδeftikós] Ε1 : που συνοδεύει κτ., που γίνεται, παρουσιάζεται ή αποστέλλεται μαζί με κτ. άλλο: Συνοδευτική έκθεση. Συνοδευτικό έγγραφο.
[λόγ. συνοδεύ(ω) -τικός]