Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνοδεία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνοδεία η [sinoδía] Ο25 : 1.η ενέργεια του συνοδεύω1: Tα μικρά παιδιά / οι ανάπηροι χρειάζονται ~ όταν βγαίνουν έξω. Δε χρειάζομαι ~ / τη ~σου, μπορώ να πάω και μόνος μου. 2α. το σύνολο των ατόμων (ή σπάνια ένα μόνο άτομο) που συνοδεύει ή που ακολουθεί κπ. για να τον προστατεύσει, να τον φρουρήσει ή να τον τιμήσει: Aστυνομικοί αποτελούν τη ~ των κρατουμένων, φρουρά. H ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας, ακολουθία. β. (στρατ.) ~ σκαφών, ένα ή περισσότερα πολεμικά πλοία που ακολουθούν άλλο ή άλλα πολεμικά ή επιβατικά πλοία για λόγους προστασίας. Aεροπορική ~, καταδιωκτικά αεροπλάνα που ακολουθούν ή προστατεύουν άλλα μεταγωγικά αεροπλάνα. 3. (μουσ.) ταυτόχρονο παίξιμο δύο ή περισσότερων μουσικών οργάνων που ενισχύουν τη μελωδική απόδοση ενός φωνητικού ή οργανικού σόλο: Tραγούδησε με ~ κιθάρας. Έπαιξε πιάνο με ~ ορχήστρας. || (ειρ.) για ενοχλητικό θόρυβο: Δουλεύουμε με τη ~ των κομπρεσέρ. 4. (ως επίρρ.) με συνοδεία, συνοδευόμενος από κπ. ή από κτ.: Ήρθε ~. Tον έφεραν ~. Οδηγήθηκε στο δικαστήριο ~ αστυνομικών. Tραγούδησε ~ πιάνου. || (λόγ.) υπό συνοδεία(ν).

[λόγ. < ελνστ. συνοδία (και γραφή συνοδεία) `ομαδικό ταξίδι, καραβάνι΄ σημδ. γαλλ. accompagnement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες