Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνοδίτης ο [sinoδítis] Ο10 : (γλωσσ.) ~ φθόγγος, σύμφωνο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο άλλα σύμφωνα για διεκόλυνση της άρθρωσης: Ο φθόγγος [d] που εμφανίζεται σε ορισμένες πτώσεις κατά την κλίση του αρχαίου ουσιαστικού “ἀνήρ” (π.χ. ἀνδρός, ἄνδρα) είναι ~ φθόγγος.
[λόγ. < ελνστ. συνοδίτης `ακόλουθος΄ (μτφρδ. (ελνστ.) λατ. comes) σημδ. γερμ. Begleitlaut]