Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνοδίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνοδίτης ο [sinoδítis] Ο10 : (γλωσσ.) ~ φθόγγος, σύμφωνο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο άλλα σύμφωνα για διεκόλυνση της άρθρωσης: Ο φθόγγος [d] που εμφανίζεται σε ορισμένες πτώσεις κατά την κλίση του αρχαίου ουσιαστικού “ἀνήρ” (π.χ. ἀνδρός, ἄνδρα) είναι ~ φθόγγος.

[λόγ. < ελνστ. συνοδίτης `ακόλουθος΄ (μτφρδ. (ελνστ.) λατ. comes) σημδ. γερμ. Begleitlaut]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες