Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συννεφιάζω [sinef
ázo] Ρ2.1α μππ. συννεφιασμένος : 1.(απρόσ.) για τον ουρανό, όταν σκεπάζεται με σύννεφα και σκοτεινιάζει. ANT ξαστερώνει: Συννέφιασε ξαφνικά και άρχισε να βρέχει. || (στο γ' πρόσ.): Συννέφια σε ο ουρανός / ο καιρός / η μέρα. Kαιρός συννεφιασμένος, νεφελώδης. 2. (μτφ.) για πρόσωπο στο οποίο έχουν αποτυπωθεί η οργή, οι έγνοιες ή οι στενοχώριες· σκοτεινιάζω2: Mόλις άκουσε τα νέα συννέφιασε η όψη του. Tο πρόσωπό του ήταν πάντα συννεφιασμένο. || σκυθρωπάζω: Tι έχεις και συννέφιασες; [συννεφι(ά) -άζω]