Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνισταμένη η [sinistaméni] Ο30 γεν. πληθ. συνισταμένων : 1α.(μαθημ.) το άθροισμα δύο ή περισσότερων ευθύγραμμων τμημάτων. β. (μηχ.) δύναμη που μπορεί να αντικαταστήσει άλλες δυνάμεις, τις συνιστώσες, χωρίς να μεταβληθεί το αποτέλεσμα. 2. (μτφ.) το αποτέλεσμα που προκύπτει από τη σύνθεση δύο ή περισσότερων συντελεστών, των συνιστωσών: Tο πρόβλημα της πείνας στις υπανάπτυκτες χώρες είναι ~ πολλών επί μέρους προβλημάτων. H τελική απόφαση του συμβουλίου αποτελεί ~ πολλών απόψεων.
[λόγ. μπε. < αρχ. συνίσταμαι `συνδυάζομαι, τοποθετούμαι μαζί΄ μτφρδ. γαλλ. composante]