Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνθηματολογία η [sinθimatolojía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνθηματολογώ, κυρίως μειωτικά, για να δηλώσουμε την κενολογία και την έλλειψη επιχειρημάτων: H ~ δεν ενημερώνει αλλά φανατίζει τους πολίτες. Στον προεκλογικό αγώνα κυριαρχούν πάλι οι γνωστές συνθηματολογίες.
[λόγ. συνθηματ- (σύνθημα) -ο- + -λογία]