Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνθηκολόγηση η [sinθikolójisi] Ο33 : 1α.(στρατ.) συμφωνία με την οποία τερματίζεται, με όρους ή χωρίς όρους, η αντίσταση του ηττημένου αντιπάλου στο πεδίο της μάχης. β. σύναψη συνθήκης μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων της ηττημένης και της νικήτριας χώρας, η οποία επιβάλλει και τους όρους της: Ο β' παγκόσμιος πόλεμος τερματίστηκε με την άνευ όρων ~ της Γερμανίας. 2. (μτφ.) συμβιβασμός που αφορά ηθικές αρχές ή ιδεολογικές θέσεις.
[λόγ. συνθηκολογη- (συνθηκολογώ) -σις > -ση]