Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνθέτω [sinθéto] -ομαι, συντίθεμαι [sindíθeme] Ρ αόρ. συνέθεσα και (προφ.) σύνθεσα, απαρέμφ. συνθέσει, παθ. συντίθεμαι, συντίθεσαι, συντί θεται, συντιθέμεθα, συντίθεστε, συντίθενται, και (προφ.) συνθέτομαι, αόρ. συντέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και συνετέθη, συνετέθησαν, απαρέμφ. συντεθεί, μππ. συνθεμένος και συντεθειμένος* : 1.συγκεντρώνω μεμονωμένα στοιχεία και απαρτίζω ένα οργανωμένο σύνολο: Tα άτομα συνθέτουν τις κοινωνίες. Ο νους συνθέτει και αναλύει τις έννοιες. Tα πολιτικά, τα κοινωνικά και τα οικολογικά προβλήματα συνθέτουν την ελληνική πραγματικότητα. Tυπικά στοιχεία από τα οποία συντίθεται η προφορική ποίη ση. (απαρχ. έκφρ.) (κτ. διαλύεται) εις τα εξ ων συνετέθη, για πλήρη διάλυ ση, αποσύνθεση. 2α. γρά φω ένα μουσικό έργο: Ο Mπετόβεν έχει συνθέσει εννέα συμφωνίες. β. γράφω ένα λογοτεχνικό έργο, κυρίως ποιητικό, που αποτελείται από δύο ή περισσότερα μέρη: Ο Διονύσιος Σολωμός συνέθεσε τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους».
[λόγ. < αρχ. συντίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω· λόγ. < αρχ. συντίθεμαι]