Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεχιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεχιστής ο [sinexistís] Ο7 θηλ. συνεχίστρια [sinexístria] Ο27 : αυτός που συνεχίζει κτ., ιδίως ένα έργο γενικότερης σημασίας, όπως π.χ. επιστημονικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό κτλ.: Οι λαϊκοί τεχνίτες είναι συνεχιστές μιας παλιάς παράδοσης.

[λόγ. συνεχισ- (συνεχίζω) -τής· λόγ. συνεχισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες