Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεχής -ής -ές [sinexís] Ε10 : 1α.που γίνεται, που παρουσιάζεται χωρίς διακοπή: Εξασφαλίστηκε η ~ λειτουργία του ξενώνα. Ο πυρετός / ο πόνος είναι ~. Συνεχές ωράριο (λειτουργίας των καταστημάτων), χωρίς μεσημεριανή διακοπή. ANT διακεκομμένο. || (ως ουσ.) το συνεχές, το συνεχές ωράριο. || (τοπικά) ~ δόμηση*. β. που συμβαίνει σε πολύ πυκνά χρονικά διαστήματα: Γίνονται συνεχείς καβγάδες. Tα συνεχή ταξίδια τον κούρασαν. γ. (ως επιρρ. κτγ.): Για τρίτη συνεχή φορά / επί τρεις συνεχείς μέρες, τρεις φορές / μέρες συνεχώς. 2. (ηλεκτρολ.) συνεχές ρεύμα, που διατηρεί πάντοτε την ίδια τάση, σε αντιδιαστολή προς το εναλλασσόμενο.
συνέχεια ΕΠIΡΡ χωρίς διακοπή, διαρκώς: Mη με ενοχλείς ~. συνεχώς ΕΠIΡΡ: Είναι ~ απασχολημένος. [λόγ.: 1α, γ: αρχ. συνεχής· 1β: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. (courant) continu· λόγ. < αρχ. συνεχῶς]