Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεφαπτομένη η [sinefaptoméni] Ο30 γεν. πληθ. συνεφαπτομένων : (μαθημ.) τριγωνομετρική συνάρτηση: H ~ οξείας γωνίας σε ορθογώνιο τρίγωνο είναι ο λόγος της παρακείμενης πλευράς προς την απέναντι πλευρά.
[λόγ. συν- εφαπτομένη μτφρδ. γαλλ. cotagente]