Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνετός -ή -ό [sinetós] Ε1 : ΣYN σώφρων. α. που ενεργεί πάντοτε ύστερα από ώριμη σκέψη, που δεν παρασύρεται από συναισθηματικές παρορμήσεις και που έχει πάντοτε ως γνώμονα τις κοινωνικά αποδεκτές αξίες· μυαλωμένος: ~ έμπορος / οικογενειάρχης. Συνετό παιδί. β. που ταιριάζει σε ένα συνετό άνθρωπο: H προσπάθεια συμβιβασμού ήταν μια συνετή πράξη. Συνετή χρήση του χρόνου / του χρήματος, όχι αλόγιστη σπατάλη.
συνετά ΕΠIΡΡ: Πρέπει να ενεργήσουμε ~, με σύνεση. [λόγ. < αρχ. συνετός]