Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεταιριστικός -ή -ό [sineteristikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνεταιρισμό: Συνεταιριστικές οργανώσεις. H συνεταιριστική κίνηση στην Ελλάδα. Συνεταιριστικά προϊόντα.
συνεταιριστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συνεταιρ(ισμός) -ιστικός]