Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνετίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνετίζω [sinetízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κπ., με συμβουλές ή με ελαφρές συνήθ. τιμωρίες, να αλλάξει τρόπο ζωής ή συμπεριφοράς και να γίνει πιο συνετός· ΣYN έκφρ. βάζω μυαλό σε κπ. || για κτ. που έχει ως αποτέλεσμα να γίνει κάποιος πιο συνετός: Tόσες αποτυχίες θα έπρεπε να τον συνετίσουν και να τον κάνουν πιο προσεκτικό και πιο υπεύθυνο άνθρωπο.

[λόγ. < ελνστ. συνετίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες