Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεργός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεργός ο [sinerγós] Ο17 θηλ. συνεργός [sinerγós] Ο34 : 1.(νομ.) αυτός που συνεργάζεται με κπ. στην εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης: Ο αυτουργός και οι συνεργοί του εγκλήματος. 2. (μτφ.) συνεργάτης, βοηθός: H φύση είναι ~ του ανθρώπου.

[λόγ. < αρχ. συνεργός, ὁ, ἡ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες