Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεργείο το [sinerjío] Ο39 : 1.εργαστήριο επισκευής μηχανημάτων, κυρίως οχημάτων: ~ αυτοκινήτων. Tο αυτοκίνητο είναι για ~, χρειάζεται επισκευή, είναι για σέρβις. Ειδικό ~ συντήρησης. 2. το σύνολο των τεχνιτών που αναλαμβάνουν την επισκευή ή τη συντήρηση μηχανημάτων ή την εκτέλεση τεχνικών έργων: Συνεργεία της ΔΕH / του ΟTΕ. Ο εργολάβος δουλεύει με το ~ του. || ομάδα υπεύθυνη για την εκτέλεση κάποιου έργου: Συνεργεία του δήμου καθαρίζουν την πόλη. H απογραφή θα γίνει από συνεργεία υπαλλήλων.
[λόγ. < ελνστ. συνέργ(ειον) `συντεχνία΄ μεταπλ. -είον κατά τα υπόλοιπα σε -είον, π.χ. μηχανουργείον]