Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεπιβάτης ο [sinepivátis] Ο10 θηλ. συνεπιβάτιδα [sinepivátiδa] Ο28 & συνεπιβάτρια [sinepivátria] & συνεπιβάτισσα [sinepivátisa] Ο27 : αυτός που ταξιδεύει με κάποιο μεταφορικό μέσο και στη σχέση του με άλλον ή με άλλους επιβάτες.
[λόγ. < ελνστ. συνεπιβάτης· λόγ. συνεπιβάτ(ης) -ις > -ιδα· λόγ. συνεπιβά(της) -τρια· λόγ. συνεπιβάτ(ης) -ισσα]