Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεπαίρνω [sinepérno] Ρ αόρ. συνεπήρα, απαρέμφ. συνεπάρει, μππ. συνεπαρμένος : φέρνω κπ. σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής έξαρσης: H ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού / ο ενθουσιασμός μάς συνεπήρε. Ο ομιλητής είχε συνεπάρει το ακροατήριο. Tο πλήθος συνεπαρμένο ζητωκραύγαζε.
[αρχ. συνεπαίρω `ξεσηκώνω συγχρόνως΄ κατά την εξέλ. του ἐπαίρω > παίρνω]