Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεξεταστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεξεταστής ο [sineksetastís] Ο7 θηλ. συνεξετάστρια [sineksetástria] Ο27 : αυτός που εξετάζει μαζί με κπ. άλλο σε προφορικές ή γραπτές εξετάσεις: Ο δεύτερος ~ βαθμολόγησε αυστηρά.

[λόγ. < ελνστ. συνεξεταστής `που ερευνά μαζί΄ κατά τη σημ. του εξεταστής· λόγ. συνεξετασ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες