Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεξετάζω [sineksetázo] -ομαι Ρ2.1 : α.εξετάζω κτ. μαζί, και σε συνδυασμό με κτ. άλλο: Στη σύσκεψη συνεξετάστηκαν θέματα που αφορούν τη γεωργία. β. εξετάζω κπ. μαζί, συγχρόνως με κπ. άλλον: Ο καθηγητής θα συνεξετάσει τα δύο τμήματα της α' τάξης. γ. εξετάζω μαζί με ένα δεύτερο εξεταστή, σε προφορικές ή γραπτές εξετάσεις.
[λόγ. < αρχ. συνεξετάζω `ερευνώ από κοινού΄, κατά τη σημ. του εξετάζω]