Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνενώνω [sinenóno] -ομαι Ρ1 : 1.δημιουργώ ένα όλο από την ένωση δύο ή περισσότερων ομοειδών μερών: Ο Θησέας συνένωσε τις κώμες σε μία πόλη. 2. ενώνω μεμονωμένα άτομα ή ομάδες με σκοπό τη συνεργασία: Tα ευρωπαϊκά κράτη συνενώθηκαν, για να αντιμετωπίσουν την απειλή των δυνάμεων του ναζισμού.
[λόγ. < ελνστ. συνεν(ῶ) -ώνω]