Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεκφέρω [sinekféro] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.) : συμπροφέρω.
[λόγ. < ελνστ. συνεκφέρω `εκφράζω μαζί΄ (διαφ. το αρχ. συνεκφέρω `συνοδεύω στην ταφή΄)]