Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεκτικός -ή -ό [sinektikós] Ε1 : 1.που διατηρεί τη συνοχή. α. που ενώνει ή συγκρατεί υλικά στοιχεία: ~ ιστός, συνδετικός. β. που ενώνει σε αρμονική συνεργασία: Οι συνεκτικοί δεσμοί της ελληνικής οικογένειας είναι πολύ ισχυροί. 2. για κτ. που το χαρακτηρίζει η συνοχή, που έχει στέρεη δομή: Συνεκτικό κείμενο, με νοηματική αλληλουχία.
συνεκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. συνεκτικός `που εμπεριέχει΄ & σημδ. γαλλ. cohésif]