Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεισφορά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεισφορά η [sinisforá] Ο24 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνεισφέρω, οικονομική ή ηθική βοήθεια που δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα: H ~ μας για τη δημιουργία ενός πνευματικού κέντρου είναι απαραίτητη. H εκκλησία χτίστηκε με τις συνεισφορές των πιστών της ενορίας. 2. (νομ.) α. εταιρική εισφορά για τη δημιουργία εταιρικού κεφαλαίου. β. υποχρεωτι κή παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων, για να διανεμηθούν μεταξύ των συγκληρονόμων.

[λόγ.: 1: ελνστ. συνεισφορά· 2: σημδ. αγγλ. contribution]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες