Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεδριάζω [sineδriázo] Ρ2.1α : μετέχω σε συνεδρίαση και συσκέπτομαι: Συνεδριάζουν τα μέλη του δικαστηρίου για να εκδώσουν απόφαση. Συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο / ο σύλλογος των καθηγητών / η υγειονομική επιτροπή.
[λόγ. < ελνστ. συνεδριάζω]