Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεδρία η [sineδría] Ο25 : 1.συνεδρίαση: Σε ειδική ~ της Aκαδημίας απονεμήθηκαν τα βραβεία λογοτεχνίας. 2. (ιατρ.) καθεμιά από τις τακτικές θεραπευτικές συναντήσεις θεραπευτή και ασθενή· συνεδρίαση2.
[λόγ. < αρχ. συνεδρία `συνέλευση΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεδριάζω [sineδriázo] Ρ2.1α : μετέχω σε συνεδρίαση και συσκέπτομαι: Συνεδριάζουν τα μέλη του δικαστηρίου για να εκδώσουν απόφαση. Συνεδριάζει το υπουργικό συμβούλιο / ο σύλλογος των καθηγητών / η υγειονομική επιτροπή.
[λόγ. < ελνστ. συνεδριάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεδριακός -ή -ό [sineδriakós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνέδριο: Συνεδριακό κέντρο, όπου γίνονται συνέδρια.
[λόγ. < ελνστ. συνεδριακός `(πολιτεία) που διοικείται από συνέδριο΄ σημδ. γαλλ. de congrès]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνεδρίαση η [sineδríasi] Ο33 : 1.συγκέντρωση ατόμων οργανωμένων συνήθ. σε σώμα, κατά την οποία εξετάζονται θέματα σχετικά με τις αρμοδιότητές τους και λαμβάνονται αποφάσεις: Tακτική / έκτακτη / ετήσια ~. H ~ του δικαστηρίου / της βουλής / του συλλόγου. Πανηγυρική ~ της Aκαδημίας Aθηνών. H αίθουσα συνεδριάσεων / τα πρακτικά των συνεδριάσεων της βουλής / του δικαστηρίου. Aρχίζει / λύεται η ~. || H ~ του χρηματιστηρίου, καθεμιά από τις ημερήσιες εργασίες του. 2. (ιατρ.) καθεμιά από τις τακτικές θεραπευτικές συναντήσεις θεραπευτή και ασθενή· συνεδρία2.
[λόγ. συνεδρια- (συνεδριάζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. séance & γερμ. Sitzung]