Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνδυαστικός -ή -ό [sinδiastikós] Ε1 : α.που αναφέρεται στο συνδυασμό: Συνδυαστική ικανότητα. Συνδυαστικές ερωτήσεις, σε εξέταση, ερωτήσεις των οποίων η απάντηση προϋποθέτει συνδυασμό, από μέρους του εξεταζόμενου, διάφορων μερών της ύλης στην οποία εξετάζεται. β. που έχει την ικανότητα να συνδυάζει: (ψυχολ.) συνδυαστική φαντασία, που αφαιρεί και προσθέτει στοιχεία για να δημιουργήσει νέα μορφώματα. (μαθημ.) συνδυαστική ανάλυση και ως ουσ. η συνδυαστική, κλάδος της μαθηματικής επιστήμης που έχει ως αντικείμενο το σχηματισμό όλων των δυνατών συνδυασμών ενός δεδομένου αριθμού αντικειμένων ή συμβόλων.
συνδυαστικά ΕΠIΡΡ: H φαντασία / η μνήμη εργάζεται ~. [λόγ. συνδυασ- (συνδυάζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. combinatoire (διαφ. το αρχ. συνδυαστικός `διατεθειμένος να ζει σε ζευγάρι΄)]