Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνδιάσκεψη η [sinδiáskepsi] Ο33 : συνάντηση υπουργών ή διπλωματικών εκπροσώπων κρατών, για να συζητήσουν και να ρυθμίσουν διεθνή προβλήματα· διάσκεψη: Θα συγκληθεί ~ κορυφής για το Mεσανατολικό. H ~ της Γενεύης. || συνάντηση εκλεγμένων αντιπροσώπων ενός κόμματος.
[λόγ. < μσν. συνδιάσκεψις `συνεξέταση΄ < συνδιασκέπ(τομαι) -σις > -ση κατά το σχ.: σκέπτομαι - σκέψις]