Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνδετήρας ο [sinδetíras] Ο2 : α.(τεχν.) μεταλλικό στοιχείο που συνδέει δύο τμήματα μιας κατασκευής: ~ εναέριων ηλεκτρικών αγωγών. β. (ειδικότ.) μικρό, συνήθ. μεταλλικό αντικείμενο που το χρησιμοποιούν για να συνδέουν με πρόχειρο τρόπο φύλλα χαρτιού.
[λόγ.: α: συνδέ(ω) -τήρ > -τήρας· β: σημδ. αγγλ. clip]