Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνδαυλίζω [sinδavlízo] -εται & συδαυλίζω [siδavlízo] -εται κυρίως στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1.ανακινώ τα ξύλα για να δυναμώσει η φλόγα: Συδαυλίζω τη φωτιά. 2. (μτφ.) ανακινώ, φέρνω πάλι στη μνήμη δυσάρεστα γεγονότα με αποτέλεσμα να οξύνω τα πάθη· (πρβ. υποδαυλίζω): Δημοσιεύματα / κηρύγματα που συνδαυλίζουν τα πολιτικά μίση.
[συδ-: συ- (δες συν-) δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.]