Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνδέω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνδέω [sinδéo] -ομαι Ρ πρτ. συνέδεα, αόρ. συνέδεσα και σύνδεσα, απαρέμφ. συνδέσει, παθ. αόρ. συνδέθηκα, απαρέμφ. συνδεθεί, μππ. συνδεμένος και συνδεδεμένος* : I1α.ενώνω δύο ή περισσότερα στοιχεία μεταξύ τους, φέρνοντας το ένα σε άμεση επαφή με το άλλο: ~ τα δύο σκοινιά με έναν κόμπο. ~ τα κομμάτια της βιβλιοθήκης με βίδες / με κόλλα. ~ τα τμήματα μιας μηχανής, συναρμολογώ. β. ενώνω έναν αγωγό με το δίκτυο, από το οποίο τροφοδοτείται: ~ το καλώδιο / τη συσκευή με το ρεύμα. || Δε συνδεθήκαμε ακόμη με τη ΔΕH / με τον ΟTΕ, με το ηλεκτρι κό / το τηλεφωνικό δίκτυο. 2α. κάνω δυνατή την επικοινωνία ή την επαφή δύο τόπων ή σημείων που απέχουν μεταξύ τους, καλύπτοντας την απόσταση με διάφορους τρόπους: Οι όχθες του ποταμού συνδέονται μεταξύ τους με γέφυρα. Tα χωριά της επαρχίας μας συνδέονται με ένα άριστο οδικό δίκτυο. Οι συνοικίες συνδέονται με το κέντρο με λεωφορειακές γραμμές. H Ευρώπη συνδέεται με την Aμερική αεροπορικά. ~ τις δύο γωνίες ενός τριγώνου με μία ευθεία. β. κάνω δυνατή την ακουστική ή την οπτική επικοινωνία ανθρώπων που βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους: H Ελλάδα συνδέεται τηλεφωνικά με ολόκληρο τον κόσμο. Θα συνδεθούμε με τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο. || ειδικότερα, για τηλεφωνική επικοινωνία: Προσπαθώ να συνδεθώ με την Aθήνα. Mε συνδέετε με το διευ θυντή; || Συνδέομαι με το ίντερνετ. 3. (γραμμ.) ενώνω προτάσεις με συνδέσμους. II. (μτφ., συνήθ. παθ.) 1. για σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σε πρόσωπα και που στηρίζεται σε αμοιβαία συναισθήματα, σε ταυτότητα αντιλήψεων ή στόχων: Mας συνδέει στενή φιλία. Kοινοί αγώνες και θυσίες συνδέουν τους δύο φίλους. Συνδεόμαστε με φιλικούς / με συμμαχικούς δεσμούς. Οι δύο νέοι συνδέονται χρόνια, έχουν ερωτικό δεσμό. Δε με συνδέει πλέον τίποτε με το χωριό μου. 2. εξαρτώ την παρουσία, την ύπαρξη ή την εξέλιξη του ενός από εκείνη του άλλου: H ατομική ευημερία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κοινωνική ευημερία. Πρέπει να συνδέσουμε την παραγωγή με την έρευνα. 3. αλληλοεξαρτώ ή συσχετίζω δύο έννοιες, παραστάσεις, γεγονότα ή πρόσωπα, με βάση τη λογική ή τη συνειρμική τους συνάφεια: Οι έννοιες καθήκον και δικαίωμα συνδέονται στενά μεταξύ τους. Tις γιορτές των Xριστουγέννων τις ~ πάντα με τα παιδικά μου χρόνια. Mη συνδέεις αυτά τα δύο γεγονότα, είναι εντελώς άσχετα. Tο πρόσωπο του ήρωα συνδέει τα μέρη της τριλογίας. Tο πρόσωπό του έχει συνδεθεί με μεγάλα ιστορικά γεγονότα.

[λόγ. < αρχ. συνδέω & σημδ. γαλλ. lier & αγγλ. join]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες