Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναφής -ής -ές [sinafís] Ε10 : που έχει σχέση, που συνδέεται λογικά με κτ. άλλο: Θα συνεξεταστούν τα δύο ζητήματα γιατί είναι συναφή. Tο ερώτημά σου είναι συναφές με το προηγούμενο. Συναφείς επιστήμες, συγγενείς. Επανέλαβε τα γνωστά επιχειρήματά του και άλλα συναφή. || (ως ουσ.) τα συναφή: Πρέπει να έχεις μαζί σου την ταυτότητα, το διαβατήριο και τα συναφή, τα σχετικά. || (νομ.) συναφή αδικήματα, που έχουν κάποιο κοινό στοιχείο και που για το λόγο αυτό εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο.
(λόγ.) συναφώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. συναφής· λόγ. < μσν. συναφώς < συναφ(ής) -ώς]