Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναυτουργός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναυτουργός ο [sinafturγós] Ο17 θηλ. συναυτουργός [sinafturγós] Ο34 : (νομ.) αυτός που έχει εκτελέσει μαζί με άλλον ή με άλλους κάποια εγκληματική πράξη.

[λόγ. συν- αυτουργός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες