Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναυτουργία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναυτουργία η [sinafturjía] Ο25 : (νομ.) εκτέλεση μιας εγκληματικής πράξης μαζί με άλλον ή με άλλους.

[λόγ. συναυτουργ(ός) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες