Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναυλία η [sinavlía] Ο25 : 1.εκτέλεση ενός ή συνήθ. περισσότερων μουσικών έργων από ορχήστρα ή και από χορωδία, σε δημόσιο χώρο· κονσέρτο1: Aίθουσα συναυλιών. H Kρατική Ορχήστρα θα δώσει ~ με έργα κλασικών συνθετών. || ~ ελληνικού τραγουδιού. 2. για ευχάριστους ήχους που προέρχονται ταυτόχρονα από διαφορετικές πηγές: Mέσα στο δάσος ακούς τη ~ των πουλιών και των δέντρων. || πειραχτικά, για ενοχλητικούς ήχους: ~ από φωνές και κλάματα / από κακαρίσματα και γκαρίσματα.
[λόγ. < αρχ. συναυλία `οργανική μουσική, αρχική σημ.: `κοντσέρτο με δύο ή περισσότερους αυλούς΄]