Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναρτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναρτώ [sinartó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : συνδέω δύο φαινόμενα, καταστάσεις ή γεγονότα με σχέση λογικής ακολουθίας και εξάρτησης: H επιτυχία των νέων εκπαιδευτικών μέτρων είναι άμεσα συναρτημένη με την ενεργή συμμετοχή των αρμοδίων. Tα προβλήματα της νεολαίας συναρτώνται με τη γενικότερη κοινωνική κρίση.

[λόγ. < αρχ. συναρτῶ `συνενώνω΄ & σημδ. γερμ. zusammenhängen]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες