Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναρπαστικός -ή -ό [sinarpastikós] Ε1 : που συναρπάζει, που προκαλεί πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και θαυμασμό, που ασκεί πολύ μεγάλη γοητεία: Συναρπαστική αφήγηση. Συναρπαστικό θέαμα. Έζησε συναρπαστικές εμπειρίες στην Άπω Aνατολή. Είναι συναρπαστικό να παρατηρείς τη ζωή στο βυθό της θάλασσας. Είναι μια συναρπαστική γυναίκα.
συναρπαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συναρπασ- (συναρπάζω) -τικός]