Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναρμόζω [sinarmózo] -ομαι Ρ2.1 : συνδέω δύο ή περισσότερα ομοειδή στοιχεία μεταξύ τους, με απόλυτη ακρίβεια, ώστε στα σημεία της ένωσης να μη δημιουργούνται κενά· (πρβ. συναρμολογώ): Tα γεφύρια είναι χτισμέ να με πέτρες, συναρμοσμένες με πολλή τέχνη.
[λόγ. < αρχ. συναρμόζω]