Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναρμολογώ [sinarmoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.συνδέω τα απλά τμήματα ενός σύνθετου αντικειμένου, συνήθ. οργάνου, έτσι ώστε να γίνει κατάλλη λο για χρήση ή για λειτουργία· μοντάρω1: Tηλεοράσεις που συναρμολογούνται στην Ελλάδα με εξαρτήματα που κατασκευάζονται στο εξωτερι κό. Έλυσε το ρολόι και τώρα δεν μπορεί να το συναρμολογήσει. ~ τη βιβλιοθήκη, τη δένω. Συναρμολογούμενα παιχνίδια, που τα συναρμολογεί το παιδί. 2. (μτφ., για αφηρ. ουσ.) συνδέω απλά στοιχεία και δημιουρ γώ κτ. πιο σύνθετο: Στη συνείδηση συναρμολογούνται τα δεδομένα των αισθήσεων.
[λόγ. < ελνστ. συναρμολογῶ]