Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναπάντημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναπάντημα το [sinapándima] Ο49 : (λαϊκότρ.) τυχαία συνάντηση. (έκφρ.) κακό ~, για κπ. ή για κτ. που η συνάντησή του, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, είναι προμήνυμα κακού. ΦΡ η σάρα* (και) η μάρα (και το κακό ~).

[μσν. συναπάντημα < συναπαντη- (συναπαντώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες