Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναλλαγματοφόρος -ος / -α -ο [sinalaγmatofóros] Ε14 : που αποφέρει συνάλλαγμα: Ο τουρισμός είναι μία από τις πιο συναλλαγματοφόρες δραστηριότητες.
[λόγ. συναλλαγματ- (συνάλλαγμα) -ο- + -φόρος]