Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναλλαγματική η [sinalaγmatikí] Ο29 : επίσημο έγγραφο, συνταγμένο σύμφωνα με ορισμένους τύπους, με το οποίο ένα πρόσωπο, ο εκδότης, δίνει εντολή σε κπ. άλλον, τον αποδέκτη, να πληρώσει σε έναν τρίτο, τον κομιστή, ένα ορισμένο ποσό χρημάτων και μέσα σε ορισμένη προθεσμία: Εκδίδω / υπογράφω μια ~. Εξόφληση / προεξόφληση / λήξη / διαμαρτύρηση μιας συναλλαγματικής. ~ χωρίς αντίκρισμα. Aγόρασε ένα αυτοκίνητο με δόσεις που θα τις εξοφλήσει με συναλλαγματικές.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. επιθ. (ενν. επιστολή) < αρχ. συναλλαγματικός `για συμφωνητικό΄ σημδ. γαλλ. lettre de change]