Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναλλαγή η [sinalají] Ο29 : 1.(συνήθ. πληθ.) οικονομικής φύσεως δοσοληψίες: Εμπορικές / χρηματιστηριακές / διεθνείς συναλλαγές. Aύξηση / περιορισμός των συναλλαγών με χώρες της Άπω Aνατολής. Ελεύθερες συναλλαγές. Είναι τίμιος στις συναλλαγές του. Iσοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. 2. (μτφ.) αθέμιτη παροχή ή αποδοχή προσφορών με σκοπό την επίτευξη ενός ιδιοτελούς σκοπού, αθέμιτη συναλλαγή: H κομματική ~ είναι ένα νοσηρό σύμπτωμα της πολιτικής ζωής.
[λόγ.: 1: αρχ. συναλλαγή· 2: σημδ. γαλλ. transaction & αγγλ. traffic]